Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

«Πατρίδα μας, ολόκληρη η γη» (σύνθημα αναρχικών στην Ιπποκράτους)





«Παντού είσαι ένας ξένος», μου λέει η 17χρονη Αρίλντα, γειτόνισσα στο Γαλάτσι εδώ και έξι χρόνια. «Είμαι εδώ τόσα χρόνια. Εγώ και η οικογένεια μου συνεχίζουμε να είμαστε ξένοι. Οι Έλληνες μας λένε Αλβανούς και οι Αλβανοί, όταν ανεβαίνουμε στα Τίρανα μας λένε Έλληνες ή ξένους. Αρχίζεις να αναρωτιέσαι που ανήκεις- αν ανήκεις πουθενά. Ε εντάξει, οι γονείς μου αισθάνονται πιο πολύ Αλβανοί. Εγώ όμως; Ουσιαστικά μεγάλωσα και μεγαλώνω στην Ελλάδα. Πηγαίνω σε ελληνικό σχολείο, μιλάω ελληνικά (τα αλβανικά μου τα έχω ξεχάσει σχεδόν τελείως), έχω Έλληνες φίλους και πάνω απ΄ όλα ελληνική νοοτροπία. Που ανήκω λοιπόν εγώ; Κάποτε μου χε πει ένας δικηγόρος ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που δίνει τόσο δύσκολα υπηκοότητα. Ισχύει. Σε λίγο καιρό δίνω Πανελλαδικές και γελάω από μέσα μου. Παν-ελλαδικές; Ωραία! Ένα στοιχείο που υποδηλώνει ότι ανήκω στο σύστημα…»
Η Αρίλντα είναι ένα παράδειγμα αλλοδαπού παιδιού που έχει μεγαλώσει στην Ελλάδα και δεν ξέρει που ανήκει. Τουλάχιστον το κορίτσι αυτό έχει τρόπον τινά ενσωματωθεί στην ελληνική κοινωνία και έχει μια φυσιολογική ζωή. Τι γίνεται όμως με τους λαθρομετανάστες; Με τους αλλοδαπούς που έρχονται στην Ελλάδα για να δουλέψουν και καταλήγουν χωρίς φαγητό και στέγη; Όλοι έχουμε δει μέσα από ενημερωτικές εκπομπές αλλά και στην καθημερινότητά μας τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των περισσότερων λαθρομεταναστών. Σίγουρα, κάτι τέτοιο δεν αξίζει σε κανέναν άνθρωπο…Και από την άλλη, πόσο έχει αυξηθεί η εγκληματικότητα κυρίως στο κέντρο της Αθήνας και ποιοι παίρνουν το μερίδιο; Που είναι το Κράτος Πρόνοιας να βοηθήσει αυτούς τους ανθρώπους να ενταχθούν σταδιακά στο κοινωνικό γίγνεσθαι και, όσοι είναι παράνομοι να βρεθεί λύση και γι ΄ αυτούς; Ερωτήματα αναπάντητα που τα έχουμε σκεφτεί όλοι ανεξαρτήτως πολιτικής ιδεολογίας και καταγωγής.
Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 (περισσότερες πληροφορίες στο site (
http://www.mmo.gr/ ), 762.000 εγγεγραμμένοι αλλοδαποί βρίσκονται στη χώρα χωρίς Ελληνική υπηκοότητα και αποτελούν το 7% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Ο ρυθμός αύξησης της μετανάστευσης στην Ελλάδα από το 1988 υπήρξε τεράστιος, πενταπλασιάζοντας τον αριθμό των μεταναστών πέντε φορές, όπως παρατηρήθηκε έπειτα από την έρευνα. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση αλλοδαπών τρίτων χωρών (εκτός Ε.Ε.) παρατηρείται στο Δήμο της Αθήνας, με 132.000 μετανάστες που αποτελούν το 17% του συνολικού πληθυσμού. Τι θα γίνει με αυτούς τους ανθρώπους;
Το μεταναστευτικό ρεύμα των τελευταίων δεκαετιών υπήρξε καθοριστικό για τη διαμόρφωση της ελληνικής πραγματικότητας. Η μετανάστευση κυρίως από τα Βαλκάνια, την Αφρική και το Πακιστάν έγινε, θα μπορούσαμε να πούμε, με μαζικό και ανεξέλεγκτο τρόπο, καθιστώντας την αποδοχή αυτών των ανθρώπων δύσκολη ή σε πολλές περιπτώσεις αδύνατη. Και οι λαθρομετανάστες; Ο αριθμός τους είναι δύσκολο να προσδιορισθεί, το σίγουρο όμως είναι ότι υπερβαίνει το θεμιτό. «Κανένας άνθρωπος δεν είναι παράνομος» γράφουν τα πανό σε διαδηλώσεις υπέρ των (λαθρο)μεταναστών, τα πράγματα όμως κατά πολλούς δεν είναι ακριβώς έτσι.
Ο μέσος Έλληνας φοβάται, βρίσκεται σε αδιέξοδο, θέλει να περπατά στο δρόμο της Αθήνας και να μην βλέπει συνεχώς ξένους. Όταν δεν βρίσκει δουλειά, κατηγορεί τους μετανάστες. Όταν του σπάνε το μαγαζί, κατηγορεί για άλλη μια φορά αυτούς. Βέβαια, έρευνες δείχνουν πως οι αλλοδαποί βοηθούν στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, και όχι το αντίθετο, όπως πολλοί θεωρούν.
Η ασταθής οικονομική κατάσταση των Ελλήνων και η αύξηση της ανεργίας έχουν σαν αποτέλεσμα να βλέπουμε τους μετανάστες ως ανταγωνιστές στην ίδια κοινωνία. Η έλλειψη υποδομής από την πλευρά της πολιτείας για την υποδοχή των μεταναστών καθώς και η παντελής έλλειψη μιας ευρύτερης μεταναστευτικής πολιτικής εντείνουν το πρόβλημα. Από την άλλη, η έλλειψη παιδείας, αφού τα παιδιά αναπαράγουν από τους μεγαλύτερους απόψεις ξενοφοβίας και ρατσισμού και δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν μια πολυφυλετική και πολυπολιτισμική κοινωνία, καταλήγουν στην έξαρση αυτών των φαινομένων.
Ποιος φταίει λοιπόν; «Αυτοί» που έρχονται; Εμείς που δεν μπορούμε να τους δεχτούμε; Ή κανένας από τους δύο; Όπως και να έχει, οι κοινωνίες αλλάζουν, μεταπλάθονται, εξελίσσονται και ο συν—άνθρωπος δεν έχει παρά να τις ακολουθήσει…