Παρασκευή 29 Μαΐου 2009

ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΙΔΙΑ


Η προσφυγή των Ελλήνων στις κάλπες στις 7 Ιουνίου υπολογίζεται στο ποσοστό του 66%, ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης, καθώς η αποχή στις ευρωεκλογές είναι πια ένα σύνηθες φαινόμενο. Το χθεσινό debate για την Ευρώπη έδειξε πως αυτή η αποχή των Ευρωπαίων αλλά και το υπόλοιπο 34% των Ελλήνων είναι μεν δικαιολογημένη αλλά μπορεί να μειωθεί, καθώς όποιος παρακολούθησε τη διαμάχη, θα μπορούσε να κατασταλάξει κάπου .
Με δεδομένη την αδιαφορία των ψηφοφόρων για τα ευρωπαϊκά θέματα, το πολιτικό debate της 28ης Μαΐου είχε τη δυναμική να προβληματίσει και να καθοδηγήσει το κοινό στη λήψη μιας απόφασης. Στο debate των βουλευτικών εκλογών το 2007, «νικητής» -με τον όρο αυτό εννοούμε τον εκπρόσωπο κόμματος που υπήρξε η έκπληξη της βραδιάς- αναδείχθηκε μάλλον ο κύριος Αλαβάνος και ο ΣΥΡΙΖΑ. Στο χθεσινό, μάλλον κανένας.
Ο κύριος Καρατζαφέρης, στοχεύοντας σε ένα συγκεκριμένο κοινό, αναφέρθηκε κυρίως στον «τουρκικό κίνδυνο», ενώ θα μπορούσε, ως πανέξυπνος ρήτορας που είναι, να έχει πολύ καλύτερη επίδοση. Δεν ήταν η μέρα του.
Ο κύριος Αλαβάνος, ταπεινός αλλά και με μια παράλληλη δυναμικότητα, πρόβαλλε με αξιόπιστα επιχειρήματα τον αριστερό ευρωπαϊσμό και μίλησε περί οικολογικών πεπραγμένων του ΣΥΡΙΖΑ, αν και θα μπορούσε να μην θέσει τις «άβολες» και αναπάντητες ερωτήσεις προς τον πρωθυπουργό. ( Ήταν λίγο άκομψο και ο αριστερός ευρωπαϊστής ξέρει από tact!)
Η κυρία Παπαρήγα ήταν κάπως μουδιασμένη, και ακολούθησε τη μέθοδο της άμυνας περί συνεργασίας ΚΚΕ –Γερμανού και τις κατηγορίες Πάγκαλου, καθώς υποστήριξε πως το κόμμα δεν είναι μια επιχείρηση. Όσον αφορά στις θέσεις της, οι ίδιες. Κάτω το κεφάλαιο. Και τα γνωστά…
Ο Γιώργος Παπανδρέου, σαφώς καλύτερος από παλιά μάλλον λόγω αισιοδοξίας από τις προβλέψεις των δημοσκοπήσεων, προσπάθησε να πείσει πως είναι η Αλλαγή που όλοι οι Έλληνες περιμένουν. Μόνο προσπάθησε όμως.
Τέλος, ο πρωθυπουργός παρέμεινε σταθερός σε απόψεις και πιθανές λύσεις, διαθέτοντας κάποια σιγουριά σε αυτά που έλεγε. Αρκετά προκλητικός βέβαια, όταν ισχυρίστηκε πως «ουδείς χρηματίστηκε». Αν συνέχιζε τη φράση του λέγοντας «ας πέσει φωτιά να μας κάψει», το στούντιο θα γινόταν σίγουρα παρανάλωμα του πυρός.
Οι δημοσιογράφοι ήταν απλοί και με καλές ερωτήσεις- αν εξαιρέσεις αυτές του Αντώνη Σρόιτερ που ήταν κάτι παραπάνω από πετυχημένες. Η κυρία Χούκλη πάντα τυπική και ευχάριστη, αν και ο κύριος Λιάτσος την εκνεύρισε πολλές φορές, αψηφώντας τον διαθέσιμο χρόνο και συνεχίζοντας την ερώτηση του.
Ο απόηχος του debate δεν ήταν δα και τόσο έντονος, καθώς πάνω- κάτω «το έργο το έχουμε ξαναδεί». Ας ξεχωρίσουμε τα απολύτως δικαιολογημένα παράπονα, που θέλουν στη διαδικασία οι εκπρόσωποι των κομμάτων να κάνουν και διάλογο. Φυσικά, αν γινόταν αυτό, θα είχαμε θύματα. Πράσινα, μπλε, άκρο-μπλε, κόκκινα και ροζ….

Σάββατο 23 Μαΐου 2009

Σ-ΑΡΚΑΣ-ΤΙΚΟΣ

Είναι πια δύσκολο να έχει κανείς καλό, ποιοτικό χιούμορ. Ακόμα πιο δύσκολο να μπορεί να το «περάσει» στον ακροατή/ αναγνώστη. Το να επινοείς όμως ολόκληρο story και να το σκιτσογραφείς αναλόγως για να προβληματίσεις-ψυχαγωγήσεις-πείσεις το κοινό με ένα χιουμοριστικό και ευχάριστο τρόπο, ε τότε αυτό είναι Ταλέντο. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως ένας ταλαντούχος σκιτσογράφος έχει ανάλογη επιρροή στον πολίτη με αυτήν του καλού δημοσιογράφου και του διαχρονικού συγγραφέα.
Ο Άρκάς, 20 χρόνια μετά το ξεκίνημα του, μας έχει χαρίσει έντονες στιγμές γέλιου, με τον «Ισοβίτη», τις «Χαμηλές Πτήσεις» και πολλές άλλες σειρές του. Στο Έψιλον της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, συνεχίζει να μας θυμίζει παλιές καλές στιγμές με τους «Συνομήλικους». Παλιές καλές στιγμές όπως τα γνωστά «Προσπαθώ να βγω από το ψυχολογικό μου αδιέξοδο αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ από που μπήκα», «Μην πτοείσθε…Οι υπολογιστές είναι καλύτεροι από τις γυναίκες, αλλιώς θα βάζαμε γυναίκες πάνω στο γραφείο μας.» και άλλες έξυπνες ατάκες.
Ώρες ώρες –και αυτό δεν ισχύει μόνο για τους καλούς σκιτσογράφους αλλά και για τον πλακατζή κολλητό μας- αναρωτιέσαι πως γίνεται ένας άνθρωπος, όσο αστείος και έξυπνος και να είναι, να πετάει τη μια ατάκα μετά την άλλη. Να βγαίνουν από το στόμα του συνειρμικά απίστευτα πετυχημένες παρομοιώσεις, σαρκαστικοί χαρακτηρισμοί, έξυπνος λόγος και αξιοπρόσεχτη σοφία. Διερωτάσαι από πού του έρχονται; Μήπως τα έχει προετοιμάσει; Και καταλήγεις πως ο Νους είναι σπάνιο εργαλείο και πως οι «πτωχοί τω πνεύματι» δεν είναι και τόσο «μακάριοι» τελικά. Καταλήγεις διαπιστώνοντας πως πράγματι μπορεί να υπάρξει αστείρευτο χιούμορ. Κάπως έτσι είναι και ο Άρκάς.

Κυριακή 17 Μαΐου 2009

Το (α)-βατο της Γκράβας

«Grava city, grava city σ΄ αγαπώ!» φωνάζαν οι μαθητές της Γκράβας πριν 30 χρόνια όταν πήγαιναν εκδρομή στη Ρόδο, «grava city σ’αγαπώ» φώναζαν και στη «φουρνιά» μου, «grava city» φωνάζουν και σήμερα. Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν… Ότι είναι σχολικό συγκρότημα στα σύνορα Κυψέλης και Γαλατσίου το ξέρουμε όλοι. Ότι είναι κακόφημη επίσης. Τι έχει αλλάξει όμως στην Γκράβα τόσα χρόνια; Οι ναρκομανείς του ’90 αντικαταστάθηκαν από τους αλλοδαπούς; Οι περίφημες καταλήψεις της Γκράβας και η ανεπάρκεια σε υποδομές καλά κρατούν; Και αφού είναι τόσο χάλια, γιατί όποιον ρωτάς αν έχει φοιτήσει στην Γκράβα, εκείνος με υπερηφάνεια σου λέει ένα τρανταχτό «Ναι»; Επισκεφτήκαμε το άβατο της Γκράβας-που μόνο άβατο δεν είναι- και λύσαμε όλες τις απορίες μας.

Μπαίνοντας στη Γκράβα, νιώθω μια νοσταλγία για τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής μου. Τα μαθητικά. Σκέφτομαι πως αν ο ξένος που προχωρά στους διαδρόμους της, βλέπει κάτι παραπέρα από το κολυμβητήριο, το γήπεδο μπάσκετ, τα γκράφιτι στους τοίχους, τα μαυράκια που βρίζουν τους συμμαθητές τους στα ελληνικά καλύτερα και από τα ελληνόπουλα. Άραγε νιώθει τη «γλύκα» στους τοίχους; Συνεχίζω το δρόμο μου και διαπιστώνω πως τίποτε δεν έχει αλλάξει. Εντάξει…οι σύριγγες στο πάτωμα δεν υπάρχουν πια… εξαφανίστηκαν μαζί με τους Έλληνες μαθητές συλλογίζομαι και μειδιώ. Μόλις μπαίνω στη είσοδο ενός από τα σχολεία, διαπιστώνω πως η ταινία με τις διθυραμβικές κριτικές «Ανάμεσα στους τοίχους» (μιλά για την πολύ- πολιτισμικότητα μιας τάξης) δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια Γκράβα.
Οι καθηγητές είναι πολύ φιλικοί και με διάθεση να μιλήσουν. Το ίδιο και οι μαθητές. Μόνο που οι καθηγητές συνεχώς συγκρίνουν το χθες με το σήμερα. «Παλιότερα που το σχολείο λειτουργούσε πρωί-απόγευμα, υπήρχαν πολλά προβλήματα», μας λέει η Βασιλική Δασκάλου, φιλόλογος με 27 χρόνια διδασκαλίας στη Γκράβα. « Ειδικά τα απογεύματα του χειμώνα κυριαρχούσε το σκοτάδι στους διαδρόμους. Τα ναρκωτικά «οργίαζαν» και δεν ήταν καθόλου εύκολο να ελεγχθούν. Ακούγονταν φήμες ότι κυκλοφορούν ναρκωτικά στο Συγκρότημα και το θέμα συζητούνταν στο Σύλλογο των Καθηγητών. Δεν υπήρχαν καν φύλακες. Βέβαια πολλά προβλήματα του παρελθόντος λύθηκαν, αφότου γίναμε πρωί. Αυτό δεν σημαίνει ότι σήμερα τα σχολεία έγιναν «Κολέγια», αλλά εκείνο το ψυχρό, απρόσωπο συγκρότημα που θύμιζε φυλακή, έγινε χώρος πιο προσιτός. Δημιουργήθηκαν βιβλιοθήκες, γυμναστήριο, Πολιτιστικό Κέντρο.» «Τι γίνεται όμως με τους μαθητές;» ρωτώ. « Παλιά υπήρχε μια ομαδικότητα ανάμεσα τους. Είχαν κάποιο στόχο, διέθεταν μια ποιότητα. Τώρα δεν ενδιαφέρονται για τίποτα. Πολύ «χύμα» ρε παιδί μου». Όχι μόνο στην Γκράβα, σκέφτομαι.
Η Κωνσταντίνα Μπουγιούκου, φιλόλογος και πιο «καινούρια», κρατώντας τον espresso της μας λέει: «Διανύω τον 4ο χρόνο στη Γκράβα και ως εκ τούτου δεν είμαι σε θέση να συγκρίνω το τώρα και το άλλοτε. Έρχομαι από μια περιοχή αρκετά «σκληρή», και ανάλογης φήμης με την Γκράβα, το Περιστέρι. Ωστόσο η Γκράβα φάνταζε στα παιδιά εκείνα ως τόπος κολάσεως, ως μέγα σχολείο, ως σύμβολο σχολικής περιθωριοποίησης. Η εμπειρία μου, αυτά τα τρία χρόνια, έρχεται να απομυθοποιήσει όλες εκείνες τις φήμες. Τα παιδιά είναι πιο ήπια, πιο πειθαρχημένα. Παραβατική συμπεριφορά; Τίποτε ιδιαίτερο. Το ποσοστό των αλλοδαπών αρκετά υψηλό θα έλεγα, αλλά χωρίς ιδιαίτερες διαφορές από τους Έλληνες. Το μεγαλύτερο ποσοστό έχει αφομοιωθεί αρκετά.»
Με το που αρχίζει να μου μιλάει ο Μανώλης Χατζάκης, φιλόλογος κι αυτός χρόνια στη Γκράβα, καταλαβαίνω πως είναι η πιο ενδιαφέρουσα μαρτυρία απ’ όλες. Εννοείται πως δεν το διέκοψα ούτε μια στιγμή, ούτε καν όταν χτύπησε το κουδούνι για μάθημα. «Ήταν δεκαπέντε χρόνια πριν όταν πρωτοαντίκρυζα την «επιγραφή» WELCOME TO THE PRISON. Ήξερα ότι ερχόμουν σε ένα σκληρό, αποκρουστικό συγκρότημα σχολείων. Δεν είχα καμιά ιδιαίτερη ανησυχία. Δεν θα ήμουν ούτε ο «δεσμοφύλακας» ούτε ο «θηριοδαμαστής». Βαθιά μέσα μου πίστευα πως αυτό το «τσιμεντένιο παραλληλεπίπεδο» δεν εξέφραζε τίποτε περισσότερο από το μέσο ελληνικό σχολείο. Grava city, grava city σ’ αγαπώ! Δεν θα θελα ο χώρος να μετατραπεί σε μια βυζαντινή νεκρούπολη στο όνομα του εκσυγχρονισμού.» Όταν χτυπάει το κουδούνι για μάθημα, κοιτά το ρολόι του και συνεχίζει μιλώντας για τους μαθητές. «Οι σημερινές γενιές των μαθητών εμφανίζονται περισσότερο ράθυμες, απολίτικες. Ωστόσο κάποιες στιγμές, χωρίς να το περιμένεις-, ωριμάζουν, κραυγάζουν, καταγγέλλουν, μας στήνουν στο εκτελεστικό απόσπασμα! Τα παιδιά των μεταναστών που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα είναι απόλυτα ενσωματωμένα στην καθημερινότητα μας. Μια μαθήτρια γεννημένη από Σκοπιανή μητέρα και Αλβανό πατέρα μου παραπονιόταν, γιατί δεν μπορεί πια ούτε να γράψει ούτε να μιλήσει τα αλβανικά της.»
Όταν αρχίζει να μιλάει για τους παλιούς του μαθητές, ο Μανώλης Χατζάκης κατεβάζει το βλέμμα του. «Ο Ν. δεν τα κατάφερε να βγει από το λούκι, πέθανε. Το τραγικό είναι ότι δυο μέρες πριν χαθεί, είχε έρθει κουστουμαρισμένος να μας δει, φωνάζοντας ότι είναι καλά. Ο Δ. βολοδέρνει ζητιανεύοντας στις εκκλησίες, τα λεωφορεία, μένει στα πάρκα, παντού, τον έχουν διώξει από το σπίτι. Ντρέπομαι όταν τον βλέπω. Με φωνάζει «Κύριε». Θυμήθηκε ότι είμαι ΑΕΚ. Συζητάμε. Πιστεύει ότι θα τα καταφέρει. Εγώ πάλι, όχι. Του δίνω ό, τι έχω στο πορτοφόλι, για να ξεφύγω από τις Ερινύες μου και να…τονώσω τον μικροαστισμό μου…. σπρώχνοντάς τον προς τα κάτω, μια ώρα αρχύτερα. Και μια επιτυχία μας. Ο σύλλογος διδασκόντων πάλεψε με το πάθος της Ε…. Το ήθελε και εκείνη. Νίκησε. Μαζί της νιώθουμε νικητές και εμείς. Είναι πια μια μάχιμη συνάδελφος. Θα θυμάμαι για πάντα το χαμόγελό της, εκείνο το πασχαλιάτικο πρωινό. Δεν ήθελα να μου πει ‘ευχαριστώ’. Θα το… χάλαγε. Ευτυχώς δεν το είπε. Το’ νιωσα, όμως, όταν διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας. Και αυτό μου ήταν αρκετό.»



«Σκυλί που γαβγίζει, δεν δαγκώνει»

Βγαίνοντας στο προαύλιο για ένα τσιγάρο, βλέπω μερικούς μαθητές στο βάθος της αυλής να καπνίζουν και να συζητάνε. Δύο μαυράκια, ένα κινεζάκι και δύο πιθανόν Έλληνες. Από διαφορετικές ρίζες ο καθένας, αλλά απολύτως «υγιείς» εξωτερικά –σκέφτομαι πως η εξάρτηση από την ηρωίνη του Ν. ή του Δ. έχει μετατραπεί σε εξάρτηση από τα on line games. Ο Ντιμπέρτ Στέφανος, Νιγηριανός μαθητής της 3ης Λυκείου μου εκμυστηρεύεται: «Γεννήθηκα στην Ελλάδα, αλλά είμαι από την Κεντρο-Αφρικανική Δημοκρατία. Έχω 6 χρόνια σε αυτό το σχολείο και δεν έχει τύχει ποτέ να με αποκαλέσουν με ρατσιστικό τρόπο. Δεν ξέρω αν είμαι η περίπτωση, αλλά όσο το σκέφτομαι κανείς άλλος ξένος μαθητής δεν παραπονιέται- θα το έβλεπα. Στην Γκράβα υπάρχουν μαθητές από παντού. Νιγηρία, Ρωσία, Αλβανία, Πολωνία…Ίσως υπάρχει ένας κρυφός ρατσισμός μεταξύ των μαθητών. Έχει τύχει για παράδειγμα όταν βγαίνω στο προαύλιο να με κοιτάνε περίεργα. Και δεν είναι πως είμαι και κανένας κούκλος!». Ο Στέφανος γελάει δυνατά και συνεχίζει. «Όλα είναι καλά στην Γκράβα. Δεν υπάρχει ρατσισμός από κανέναν, κι αν υπάρχει δεν είναι όπως παλιά. Αν υπήρχε, θα ήμουν ήδη νεκρός.»
«Με λένε Μαργαρίτα, είμαι δεκαοχτώ χρονών και κατάγομαι από την Πολωνία.» συνεχίζει η κοπελιά δίπλα από τον Στέφανο. «Τρία χρόνια που είμαι στη Γκράβα, δεν έχω αντιμετωπιστεί ούτε μια φορά με ρατσιστικό τρόπο. Οι καθηγητές δεν υποτιμούν τους μαθητές που προέρχονται από ξένες χώρες και η αντιμετώπιση όλων των μαθητών είναι ίση. Για παράδειγμα, όλοι οι μαθητές έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν στα θεατρικά του σχολείου και στις μαθητικές παρελάσεις. Οι σχέσεις, βέβαια, Ελλήνων και αλλοδαπών μαθητών αν και συνήθως είναι φιλικές υπάρχουν και περιπτώσεις που έρχονται σε σύγκρουση. Στο παρελθόν, ήμουν μαθήτρια ενός άλλου σχολείου, όπου μερικοί καθηγητές δεν επέτρεπαν στους αλλοδαπούς να μιλούν μεταξύ τους χρησιμοποιώντας τη μητρική τους γλώσσα κατά τη διάρκεια που βρίσκονταν στο σχολείο. Αυτό ήταν πολύ ταπεινωτικό απέναντι στους ξένους μαθητές, γι’ αυτό και χαίρομαι που όσο καιρό είμαι στην Γκράβα δεν έχω συναντήσει καθηγητή ή μαθητή με αντίστοιχες αντιλήψεις.»
Φεύγοντας από το σχολείο, μιλώ στους διαδρόμους με τη Χριστίνα Κρατημένου, απόφοιτη πια από το 2006 και φοιτήτρια Παιδαγωγικών στην Αθήνα, που πέρασε ειδικά από την Γκράβα για να μιλήσουμε . «Είναι γεγονός πως η Γκράβα έχει κακή φήμη. Θυμάμαι στην πενθήμερή μας ήταν έτοιμοι να μας διώξουν από το ξενοδοχείο. Κάναμε αλητείες… Ήμασταν καλόκαρδα παιδιά όμως…και με φιλότιμο. Να φανταστείς πως οι μισοί στο τμήμα μου περάσανε σε σχολές που ούτε το Αρσάκειο δεν «πιάνει». Νομικές…Ιατρικές… Θυμάμαι επίσης πως όταν ανακοίνωσα στους γονείς μου πως λύκειο θέλω να πάω στην Γκράβα, εναντιώθηκαν. Αργότερα, βλέποντας τους καθηγητές, άλλαξαν γνώμη. Στην Γκράβα πέρασα τα καλύτερα μου χρόνια ως έφηβη και έχτισα τις καλύτερες αναμνήσεις της σχολικής μου ζωής. Τώρα, όντας στο τρίτο έτος του Παιδαγωγικού, μπορώ να κατανοήσω τη συνεισφορά των καθηγητών στην καλυτέρευση της εικόνας της. Η κακή φήμη της στις νέες συνθήκες αλλοιώνεται… Σήμερα πιο πολύ μοιάζει με σκύλο που γαβγίζει, αλλά δε δαγκώνει.»



Εικόνες…

Συνάντησα την Αρετή Καλοειδά, φιλόλογο στην Γκράβα από το 1992, και αυτήν στους διαδρόμους του σχολικού συγκροτήματος, καθώς έφευγα. Τη ρώτησα μονάχα τι όμορφο θυμάται από την Γκράβα. Ήθελα να τελειώσω το ρεπορτάζ ευχάριστα.
«Θυμάμαι πρόσωπα παιδιών που τα έλεγαν αλήτες. Τον Ν. που του άρεσαν τα γκράφιτι, οι καταλήψεις. Έβαζε φωτιά στα χαρτιά που έχωνε πίσω από το καλοριφέρ την ώρα του μαθήματος ξορκίζοντας τη Μοίρα του.
Τον Στ. που, ρωτούσε όταν καμιά φορά η βαφή των μαλλιών μου έβγαινε πολύ σκούρα, «Κυρία, με τι μπογιά τα βάψατε για να βάψω τις μπότες μου;»
Τον Β. που κοιμόταν στο τελευταίο θρανίο, καθώς οι ουσίες του έφερναν ύπνο. «Συγγνώμη κυρία», μου έλεγε.
Την Β. από την Κίνα που έγραφε 19 και 20 στα Αρχαία.
Την Αγ. από την Αλβανία που, εκτός από το πρωί στα κανονικά μαθήματα, ερχόταν και στην ενισχυτική διδασκαλία για να γράφει καλύτερες εκθέσεις και μετά στο σπίτι διάβαζε τα μικρότερα αδέρφια της. Φοιτήτρια σήμερα μου έφερε μετά από καιρό μια πάνινη κασετίνα με χάντρες φτιαγμένη από τη μάνα της.
Θυμάμαι τις πενθήμερες στη Ρόδο, όπου με τη φήμη της Γκράβας, οι ξενοδόχοι γκετοποιούσαν τους «επικίνδυνους» μαθητές. Ένας τέτοιος ήταν ο Γ., που καθώς κράταγα τσίλιες το βράδυ για πιθανά επεισόδια, τον βλέπω να κουβαλά τα κάδρα του ενός δωματίου στο άλλο. «Τι κάνεις παιδί μου τέσσερις η ώρα το πρωί;»
«Θέλουμε να αλλάξουμε παραστάσεις κυρία…»
….»

Σάββατο 9 Μαΐου 2009

6 Μαίου 2029



Έπειτα από 20 σχεδόν χρόνια «βάναυσου» πρωινού ξυπνήματος για να πηγαίνω σε διάφορα γραφεία που κατά καιρούς δουλεύω, επιμένω να με ξυπνάει η μάνα μου δια τηλεφώνου. Οκτώ το πρωί και όπως πάντα, χτυπά το τηλέφωνο. Η πρώτη καλημέρα μόλις ακούστηκε.
Ντύνομαι γρήγορα και διαπιστώνω πως παρόλο που γκρινιάζω για τα ταγιεράκια που «πρέπε黨να φοράω γιατί «πρέπει» να φαίνομαι σοβαρή γιατί «αυτός είναι ο χώρος της δουλειάς μου», στην πραγματικότητα τα γουστάρω. Εδώ τα alternative του πανεπιστημίου μου πριν 20 χρόνια έχουν γίνει «γιάπηδες», δεν θα γίνω εγώ που το χα από μικρή ; , σκέφτομαι.
Στο δρόμο για το ραδιοφωνικό σταθμό που δουλεύω και ακούγοντας παράλληλα ‘Ρυθμό’ (γιατί τα ενημερωτικά του δικού μου δεν τα μπορώ πρωί πρωί), με τη Βαλέρια Λάτσιου-Μενεγάκη στο μικρόφωνο – η μικρή έχει το γκελ της μάνας της-, ένας Πακιστανός θέλει να μου πλύνει τα τζάμια του τζιπ. «Α εσύ είσαι το ντελτίο του Μέγκα παλιά ε;;;» μου λέει ,και διαπιστώνω πως το κακό με την τηλεόραση, έστω κι αν την έκανα πριν 6 χρόνια, είναι πως όταν την σταματήσεις και ξεχάσουν λίγο τη φάτσα σου, αν σε γνωρίσει ο αλλοδαπός στο φανάρι, χαίρεσαι ακόμα! Συνειρμικά (είδες τι κάνει ο Πακιστανός!), διαπιστώνω πως σήμερα είναι η πρεμιέρα του παγκοσμίως πια αναγνωρισμένου σκηνοθέτη Δ. Παπαιωάννου στο Παλλάς, με θέμα «τη βίαιη μετανάστευση-μετατόπιση λαών, ψυχών και μυαλών», όπως διάβασα σε μια φυλλάδα. Αμέλησα να κλείσω εισιτήρια για το γεγονός της χρονιάς και παίρνω τον Πέτρο από το pr των χορηγών της παράστασης για να με εξυπηρετήσει. «Δεν σας υπόσχομαι, αλλά κοτζάμ δημοσιογράφο κάπου θα σας βάλουμε!.» μου απαντά.
Φτάνω στο γραφείο 2 λεπτά πριν αρχίσει η εκπομπή μου, λόγω απίστευτης κίνησης –αυτές τις επεκτάσεις του Μετρό 25 χρόνια τις ακούω!. Ο τοίχος γράφει On Air και όλα, όπως κάθε μέρα 10 με 1, πάνε ρολόι. Η εκπομπή τελειώνει και πάω στα γραφεία να κοιτάξω αυριανά θέματα, να φάω βρώμικο που είχαν παραγγείλει τα παιδιά και να γελάσω λίγο- ο καινούριος ηχολήπτης πετάει τη μια ατάκα μετά την άλλη!.
Κατά τις 4 πάω στην εφημερίδα για να δω συναδέλφους και να τσεκάρω αν όλα είναι καλά με τις στήλες μου. Ευτυχώς είναι καθημερινή και δεν έχω πολλή δουλειά εκεί, αν το συγκρίνεις με τα Σαββατοκύριακα που πνίγομαι. Γύρω στις 8 που γυρνάω σπίτι και διαπιστώνω πως τζάμπα η ατζέντα και οι δημόσιες σχέσεις μου, χτυπάει το τηλέφωνο. Ο Πέτρος. « Πρώτη σειρά, διπλή πρόσκληση σε μια ώρα να είστε εδώ!»
…Και ευχαριστώ το Θεό που έγινα δημοσιογράφος !